-
1 παρατάξει
παράταξιςplacing side by side: fem nom /voc /acc dual (attic epic)παρατάξεϊ, παράταξιςplacing side by side: fem dat sg (epic)παράταξιςplacing side by side: fem dat sg (attic ionic)παρατάσσωplace: aor subj act 3rd sg (epic)παρατάσσωplace: fut ind mid 2nd sgπαρατάσσωplace: fut ind act 3rd sgπαρατάσσωplace: aor subj act 3rd sg (epic)παρατάσσωplace: fut ind mid 2nd sgπαρατάσσωplace: fut ind act 3rd sg -
2 παράταξις
2 marshalling, line of battle,π. ποιεῖσθαι Isoc. 10.53
; ἐν τῷ μεταξὺ χωρίω τῶν π. Plb.15.12.3 ;ἡ π. τοῦ πολέμου LXX Nu.31.14
;ἐν π. ἀποθνῄσκειν Phld. Mort.29
;ὡς ἐν παρατάξει Arr.Epict.3.22.69
; ἐκ παρατάξεως in pitched battle, Th.5.11, D.9.49, Aeschin.3.88 ; ἐν ταῖς προγεγενημέναις π. in the previous battles, Plb.1.40.1 ;μετὰ τὰν π. τὰν γενομέναν αὐτοῖς ποτὶ Πριανεῖς Schwyzer 289.105
(Priene, ii B.C.), cf. IG 42(1).28.1 (Epid., ii B.C.).II of marshalling a political party,τὴν μὲν παρασκευὴν ὁρᾶτε.. καὶ τὴν παράταξιν, ὅση γεγένηται Aeschin.3.1
; conspiracy, intrigue,ὑπὸ παρατάξεως ἀδίκου D.44.3
; partisanship,φιλονεικία καὶ π. τῶν θεατῶν Plu.Cim.8
; obstinate opposition,κατὰ ψιλὴν π. ὡς οἱ Χριστιανοί M.Ant.11.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράταξις
См. также в других словарях:
παρατάξει — παράταξις placing side by side fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρατάξεϊ , παράταξις placing side by side fem dat sg (epic) παράταξις placing side by side fem dat sg (attic ionic) παρατάσσω place aor subj act 3rd sg (epic) παρατάσσω place fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… … Dictionary of Greek
SPARTACUS — I. SPARTACUS Leuconis filius, Satyri nepos, Spartaci pronepos, suscepit oregnum Ponti, A. M. 3614. post patris mortem; Olympiadis centesimae sextae annô tertiô, tenuitque annos 5. Diodor. Sic. l. 16. Obiit Olymp. 107. ann. 4. succedente fratre… … Hofmann J. Lexicon universale
ευθυγράμμιση — και ευθυγράμμηση, η [ευθυγραμμίζω] 1. το να τοποθετείται κάτι σε ευθεία γραμμή («ευθυγράμμιση ανδρών εν παρατάξει» η παράταξη τών οπλιτών σε ευθεία γραμμή) 2. ναυτ. η πορεία ενός πλοίου πάνω σε μια νοητή ευθεία που ορίζεται από δύο σταθερά σημεία … Dictionary of Greek
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… … Dictionary of Greek
Αρδένες — (Ardennes).Ορεινή περιοχή (περ. 10.000 τ. χλμ.) της κεντροδυτικής Ευρώπης, η οποία εκτείνεται κατά ένα μέρος στο έδαφος του ομώνυμου γαλλικού νομού (5.230 τ. χλμ. 290.100 κάτ. το 1999), αλλά κατά το μεγαλύτερο τμήμα της στο νοτιοανατολικό Βέλγιο… … Dictionary of Greek
Γαμβέτας, Λέων — (Καόρ 1838 – Βιλ ντ’ Αβρέ 1882). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου νομικού και πολιτικού Λεόν Γκαμπετά (Leon Gambetta). Το 1860 πήρε το πτυχίο της νομικής και το 1868 έγινε διάσημος ως συνήγορος του δημοσιογράφου Ντελεκλίζ, όταν… … Dictionary of Greek
Ισσός — Αρχαία πόλη της Κιλικίας, στη Μικρά Ασία. Βρίσκεται στον μυχό του Ισσικού κόλπου, απ’ όπου πήρε και την ονομασία της. Ο Ξενοφών, ο οποίος πρώτος από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς μνημονεύει την Ι., την αποκαλεί «πόλη μεγάλη και ευδαίμονα»… … Dictionary of Greek
БЛАГОВЕЩЕНИЕ ПРЕСВЯТОЙ БОГОРОДИЦЫ — [греч. Εὐαγγελισμός; лат. Annuntiatio], один из главных христ. праздников, посвященный воспоминанию благовестия арх. Гавриила Пресв. Деве Марии и Боговоплощения. Событие Благовещения Согласно Евангелию (Лк 1. 26 38), в 6 й месяц после зачатия… … Православная энциклопедия